Το ζήτημα της χρηματοδότησης παραμένει, σύμφωνα με μια σειρά σχετικών μελετών, το κρισιμότερο για τις Μικρές και Μεσαίες Επιχειρήσεις (ΜμΕ). Με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα, οι περισσότερες ΜμΕ, μετά την «κρίση χρέους», δεν είναι αξιόχρεες και ως εκ τούτου δεν έχουν πρόσβαση στον τυπικό (τραπεζικό) δανεισμό. Παράλληλα, μετά το ξέσπασμα της «ενεργειακής κρίσης» και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η δυσκολία πρόσβασης στη χρηματοδότηση έγινε ακόμα εντονότερη.
Η μετακύλιση των αυξήσεων των βασικών επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στα εγχώρια τραπεζικά ιδρύματα, προκάλεσε σημαντικές αυξήσεις στα επιτόκια
επιχειρηματικής πίστης. Είναι χαρακτηριστικό ότι για το πρώτο δεκάμηνο του 2023 το μεσοσταθμικό επιτόκιο των επιχειρηματικών δανείων ανήλθε (κατά μέσο όρο) στο 5,8% σε σύγκριση με το 3,2% για το πρώτο δεκάμηνο του 2022. Το στοιχείο αυτό, αναδεικνύει το αυξημένο κόστος δανεισμού το οποίο επιδεινώνει την πρόσβαση των ΜμΕ στον τραπεζικό δανεισμό.
Επιπρόσθετα, η αύξηση των επιτοκίων των υφιστάμενων δανείων αναμένεται να ασκήσει πίεση στις ΜμΕ αυξάνοντας την πιθανότητα εμφάνισης μιας «νέας γενιάς» μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs). Παράλληλα, οι ΜμΕ δυσκολεύονται να έχουν πρόσβαση στα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF). Είναι χαρακτηριστικό ότι το 85,9% του συνολικού ποσού των δανείων του RRF αφορά σε δανειοδοτήσεις μεγαλύτερες των 10 εκ. ευρώ τις οποίες έχουν αντλήσει 40 μεγάλες επιχειρήσεις/επιχειρηματικοί όμιλοι.
Στη βάση αυτή, η σημαντική αύξηση των επιτοκίων και η δυσκολία πρόσβασηςστους ευρωπαϊκούς πόρους απειλεί την χρηματοδοτική βιωσιμότητα των ΜμΕ. Οι δυσκολίες αυτές αφορούν και στον κλάδο του εμπορίου. Πιο συγκεκριμένα, στον κλάδο του λιανικού εμπορίου, σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση Ελληνικού Εμπορίου του ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ, μονάχα το 5% των επιχειρήσεων χρηματοδότησε τη λειτουργία του με κάποιας μορφής τραπεζικό δανεισμό για το 2022. Αυτό εξώθησε τις εμπορικές ΜμΕ στις λεγόμενες «άτυπες» μορφές χρηματοδότησης.
Σύμφωνα με τα δεδομένα της Ετήσιας Έκθεσης Ελληνικού Εμπορίου, οι κυριότερες μορφές χρηματοδότησης των εμπορικών ΜμΕ είναι ο τζίρος της επιχείρησης, τα προσωπικά κεφάλαια του ιδιοκτήτη και η υποστήριξη από το οικογενειακό περιβάλλον. Η εντεινόμενη στροφή, λόγω της αύξησης των επιτοκίων, στη μη τυπική χρηματοδότηση αναμένεται να δυσκολέψει ακόμα περισσότερο τον δίδυμο μετασχηματισμό (πράσινο και ψηφιακό) των εμπορικών επιχειρήσεων. Η εξέλιξη αυτή, εκτιμάται ότι θα οξύνει τις αντιθέσεις ΜμΕ και μεγάλων επιχειρήσεων δημιουργώντας προβλήματα ανταγωνισμού σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη αγορά.
Τους παραπάνω προβληματισμούς ανέδειξε η ημερίδα με θέμα «Οι επιπτώσεις της αύξησης των επιτοκίων στις εμπορικές επιχειρήσεις», που διοργάνωσε η Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου & Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ) σε συνεργασία με την Ομοσπονδία Εμπορικών Συλλόγων Κρήτης (ΟΕΣΚ) στις 11 Δεκεμβρίου 2023.
Στην ημερίδα συμμετείχαν η κα Μαρία Μυζύθρα, Σύμβουλος για τραπεζικά θέματα της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου & Επιχειρηματικότητας και πρ. Δ/νων Σύμβουλος της Συνεταιριστικής Τράπεζας Ηπείρου, που παρουσίασε μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη με θέμα την χρηματοδότηση στις ΜμΕ: Υφιστάμενη κατάσταση, ο κος Παναγιώτης Λιαργκόβας, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Πρόεδρος του ΚΕΠΕ και τ. Συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, ο κος Κωνσταντίνος Μανασάκης, Αναπληρωτής Καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, ο κος Παντελής Τζωρτζάκης, Εκτελεστικός Αντιπρόεδρος στην Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα και ο κος Στέλιος Ηλιάδης, Γενικός Διευθυντής της Τράπεζας Πειραιώς, Retail Banking & Distribution Networks, Retail Segments Strategy & Sales.
Οι ομιλητές της ημερίδας, πεπειραμένα στελέχη του τραπεζικού τομέα και της πανεπιστημιακής κοινότητας, ανάδειξαν, με τις παρεμβάσεις τους, την κρισιμότητα του συγκεκριμένου θέματος. Κεντρικό συμπέρασμα ήταν ότι ο περιορισμένος και ακριβός δανεισμός επηρεάζει τη λειτουργία των εμπορικών επιχειρήσεων οι οποίες, λόγω των «επάλληλων» κρίσεων αντιμετωπίζουν εδώ και 15 περίπου έτη σημαντικά προβλήματα ρευστότητας. Μάλιστα, η επιστροφή της δημοσιονομικής πολιτικής στα πρωτογενή πλεονάσματα εντός του 2024 δεν μπορεί να συνδυαστεί με μια συσταλτική νομισματική πολιτική υψηλών επιτοκίων καθώς αυτό θα προκαλέσει «συνθήκες ασφυξίας» στην αγορά.
Στη βάση αυτή, θα πρέπει να γίνουν συγκεκριμένες παρεμβάσεις:
– Βελτίωση της πρόσβασης των ΜμΕ στα προγράμματα του Ομίλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας.
– Υιοθέτηση μέτρων για την απορρόφηση των «κραδασμών» που έχει προκαλέσει η αύξηση των επιτοκίων.
– Η πρόσφατη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού θα πρέπει να συνδεθεί με μια αυτόματη αποκλιμάκωση των επιτοκίων καθώς ο μειούμενος πληθωρισμός αυξάνει περισσότερο τα πραγματικά επιτόκια.
– Με όρους χρηματοδοτικής συμπληρωματικότητας, η ανάπτυξη των εναλλακτικών χρηματοδοτικών εργαλείων όπως οι μικροχρηματοδοτήσεις (microfinance), τα κεφάλαια συμμετοχών (venture capitals) και οι επιχειρηματικοί άγγελοι (business angels) είναι απαραίτητη. Σε αυτό το σημείο, σημαντικός μπορεί να είναι ο ρόλος των Περιφερειακών Επιχειρησιακών Προγραμμάτων του ΕΣΠΑ 2021-2027.